- γενετικός
- genetic
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
γενετικός — ή, ό (Μ γενετικός, ή, όν) [γένεσις] ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία νεοελλ. 1. ο σχετικός με την επιστήμη τής γενετικής 2. το θηλ. ως ουσ. Γενετική, η κλάδος τής βιολογίας που ασχολείται με την κληρονομικότητα, δηλ. η μελέτη τού τρόπου με… … Dictionary of Greek
γενετικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γένεση. 2. το θηλ. ως ουσ., γενετική κλάδος της βιολογίας που μελετά το φαινόμενο της κληρονομικότητας, δηλαδή της μεταβίβασης των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων από τους γονείς στους απογόνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενετικός κώδικας — Φυσικό σύστημα κωδικοποίησης των γενετικών πληροφοριών που συναντάται σε όλους τους οργανισμούς ζώων, φυτών, βακτηριδίων και ιών. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται στα γονίδια με τη μορφή νουκλεοτιδίων, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα αμινοξέα. Ο… … Dictionary of Greek
κώδικας, γενετικός — Βλ. λ. γενετικός κώδικας … Dictionary of Greek
γενετικόν — γενετικός genitive case masc acc sg γενετικός genitive case neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετικῆς — γενετικός genitive case fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδικόνιο — Ομάδα τριών νουκλεοτιδικών βάσεων στο DNA ή στο RNA, η οποία παρέχει την πληροφορία για την προσθήκη ενός συγκεκριμένου αμινοξέος κατά τη σύνθεση μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας. Το σύνολο των κ. με τα αντίστοιχα αμινοξέα για τα οποία κωδικοποιούν… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
Genetics — This article is about the general scientific term. For the scientific journal, see Genetics (journal). Part of a series on Genetics Key components Chromosome DNA • RNA Genome … Wikipedia
Phylogenetics — In biology, phylogenetics (Greek: phyle/phylon (φυλή/φῦλον) tribe, race and genetikos (γενετικός) relative to birth from genesis (γένεσις ) birth ) is the study of evolutionary relatedness among various groups of organisms (e.g., species,… … Wikipedia
Филогенез — Филогенетическое дерево, построенное на основе анализа последовательностей генов рРНК, показывает общее происхождение организмов всех трёх доменов … Википедия